Δίπλωμα ευρεσιτεχνίας / Υπηρεσιακή εφεύρεση: τα δικαιώματα του πραγματικού εφευρέτη/εργαζομένου
Το γραφείο μας πέτυχε την έκδοση σημαντικότατης αποφάσεως στον τομέα του δικαίου των πνευματικών δικαιωμάτων και ευρεσιτεχνίας, χωρίς μάλιστα δικαστικό προηγούμενο, κατά την οποία αναγνωρίζεται ο πραγματικός εφευρέτης ευρεσιτεχνίας, του οποίου η αναφορά του ονόματός του ως εφευρέτη κατά την αίτηση χορήγησης διπλώματος ευρεσιτεχνίας στον ΟΒΙ παραλείφθηκε σκοπίμως από τον εργοδότη.
Πλέον συγκεκριμένα, εργαζόμενος απασχολείται από εταιρεία/εργοδότη και κατά τη διάρκεια της εν λόγω σχέσης τού ανετέθη συγκεκριμένη εφευρετική εργασία. Συμφωνήθηκε η εν λόγω εφεύρεση/ευρεσιτεχνία να ανήκει στον εργοδότη κατά την έννοια της οικονομικής εκμετάλλευσης, ενώ σε κάθε περίπτωση υπήρχε η υποχρέωση να αναφέρεται το όνομά του ως εφευρέτη στην αίτηση για χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας, καθώς ούτως ή άλλως εκ του νόμου το δικαίωμα του δημιουργού (ηθικό δικαίωμα) δεν δύναται επ' ουδενί να παραβιασθεί.
Το δικαίωμα στην εφεύρεση είναι άυλο αγαθό, για την κτήση του οποίου δεν απαιτούνται διατυπώσεις, όπως συμβαίνει με το δικαίωμα ευρεσιτεχνίας. Αν και η εφεύρεση δεν προστατεύεται με τον ν. 1733/1987, εντούτοις αποτελεί αντικείμενο προστασίας ως προϊόν της διανοίας (ΑΚ 60) και ως εκδήλωση της προσωπικότητας (ΑΚ 57). Τόσο το δικαίωμα ευρεσιτεχνίας, όσο και το δικαίωμα στην εφεύρεση είναι διφυή δικαιώματα, διότι συγκεντρώνουν προσωπικά και περιουσιακά δικαιώματα. Το προσωπικό στοιχείο αναφέρεται στην προστασία των προσωπικών συμφερόντων του δικαιούχου, τη μη αμφισβήτηση της πατρότητας της εφευρετικής ιδέας, τη μη τροποποίησή της χωρίς τη συγκατάθεση του εφευρέτη κ.λ.π. και αποτελεί το περιεχομένου του ηθικού δικαιώματος της εφεύρεσης. Έκφανση της προστασίας του εν λόγω δικαιώματος αποτελεί η παρ. 8 του άρθρου 6 ν. 1733/1987, σύμφωνα με την οποία, το όνομα του εφευρέτη αναφέρεται στο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ο οποίος δικαιούται να απαιτήσει από τον αιτούντα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ή τον κάτοχο του διπλώματος την αναγνώρισή του ως εφευρέτη. Το περιουσιακό στοιχείο του δικαιώματος ευρεσιτεχνίας και του δικαιώματος στην εφεύρεση συνίσταται στην εξουσία της οικονομικής τους εκμετάλλευσης. Έτσι, ενώ σύμφωνα με την αρχή του πραγματικού εφευρέτη που καθιερώνει το ισχύον δίκαιο, δικαίωμα για την απόκτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας έχει ο (πραγματικός) εφευρέτης ή οι διάδοχοί του (άρθρο 6 παρ. 1 εδ. 1 ν. 1733/1998), εντούτοις, το ίδιο δικαίωμα έχει και ο δικαιούχος εργοδότης, μολονότι δεν είναι αυτός ο εφευρέτης. Η εν λόγω ρύθμιση, η οποία αποτελεί εξαίρεση στον ανωτέρω κανόνα του πραγματικού εφευρέτη, δικαιολογείται, ενόψει του ότι στη σύγχρονη εποχή οι περισσότερες εφευρέσεις αποτελούν προϊόν οργανωμένης, συλλογικής προσπάθειας στα πλαίσια επιχειρήσεων και εργαστηρίων. Επίσης, κατά τη διαδικασία χορήγησης διπλώματος ευρεσιτεχνίας ενώπιον του ΟΒΙ θεωρείται εφευρέτης ο καταθέτης της αίτησης (τεκμαιρόμενος εφευρέτης, άρθρο 6 παρ. 1 εδ. 2 ν. 1733/1998). Και η ρύθμιση αυτή δικαιολογείται από την ανάγκη ταχείας και απρόσκοπτης διεκπεραίωσης της διαδικασίας, διότι απαλλάσσει τον ΟΒΙ από τον έλεγχο της νομιμοποίησης του αιτούντος ως πραγματικού εφευρέτη (βλ. Ν. Ρόκας, Βιομηχανική Ιδιοκτησία, 2η έκδοση, σελ. 23 επ. και 31 επ.).
Ως υπηρεσιακή εφεύρεση νοείται εκείνη που πραγματοποιεί ο εργαζόμενος στα πλαίσια σύμβασης εργασίας, από την οποία απορρέει αξίωση του εργοδότη και αντίστοιχη υποχρέωση του εργαζόμενου για παροχή εφευρετικής εργασίας, αποκλειστικά ή παράλληλα με άλλη εργασία. Ως εκ τούτου, για να υπάρξει υπηρεσιακή εφεύρεση πρέπει να καταρτιστεί με τον εργαζόμενο σύμβαση με αντικείμενο (και) την εφευρετική απασχόλησή του, ώστε από τη σύμβαση εργασίας να απορρέει αξίωση του εργοδότη και αντίστοιχη υποχρέωση του εργαζομένου για παροχή εφευρετικής εργασίας, αποκλειστικά ή παράλληλα με άλλη εργασία. Έτσι, αρκεί για το χαρακτηρισμό μιας εφεύρεσης ως υπηρεσιακής το γεγονός ότι η εφευρετική δραστηριότητα ανάγεται σε υποχρέωση του εργαζόμενου, είτε κύρια, είτε δευτερεύουσα (βλ. Μιχ. Μαρίνος, Δίκαιο Ευρεσιτεχνίας, 2013, σελ. 114). Δικαιούχος της υπηρεσιακής εφεύρεσης είναι ex lege εργοδότης, ενώ, το όνομα του εφευρέτη-εργαζόμενου, αναφέρεται στο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και δικαιούται να απαιτήσει από τον αιτούντα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ή τον κάτοχο του διπλώματος την αναγνώρισή του ως εφευρέτη. Αν η εφεύρεση είναι ιδιαίτερα επωφελής για τον εργοδότη, τότε ο εργαζόμενος δικαιούται να αξιώσει από αυτόν πρόσθετη εύλογη αμοιβή. Ως εξαρτημένη εφεύρεση νοείται εκείνη, που πραγματοποιείται από εργαζόμενο με τη χρήση υλικών, μέσων ή πληροφοριών της επιχείρησης του εργοδότη κατά τη διάρκεια της εργασιακής του σχέσης, η οποία δεν έχει ως αντικείμενο (αποκλειστικό ή παράλληλο) την παροχή εφευρετικής εργασίας. Ο εργαζόμενος είναι είτε αποκλειστικός δικαιούχος της εξαρτημένης εφεύρεσης, είτε συνδικαιούχος με τον εργοδότη κατά ποσοστά 60% ο πρώτος και 40% ο δεύτερος, εφόσον τηρηθούν οι σχετικές προβλέψεις του νόμου, οπότε οριστικοποιείται το αντίστοιχο υπό αίρεση δικαίωμα του εργοδότη. Τέλος, ελεύθερη εφεύρεση είναι εκείνη που δεν είναι ούτε υπηρεσιακή, ούτε εξαρτημένη, δηλ. η εφεύρεση που πραγματοποιεί ο εργαζόμενος, εκτός του πλαισίου της σχέσεως εργασίας που έχει με τον εργοδότη. Δικαιούχος της ελεύθερης εφεύρεσης είναι αποκλειστικά ο εργαζόμενος. Σε κάθε περίπτωση, το όνομα του εφευρέτη, αναφέρεται στο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και δικαιούται να απαιτήσει από τον αιτούντα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ή τον κάτοχο του διπλώματος την αναγνώρισή του ως εφευρέτη.
Στην περίπτωσή μας (υπηρεσιακή εφεύρεση), παρά την ex lege, αλλά και τη συμβατική υποχρέωση για αναφορά του ονόματος του εφευρέτη στην αίτηση για χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας στον ΟΒΙ, καθώς και η μεταξύ των μερών σύμβαση προέβλεπε τη σχετική υποχρέωση (εκ του περισσού), κατατέθηκε από την εταιρεία/εργοδότη αίτηση στον ως άνω οργανισμό παραλείποντας σκοπίμως την αναφορά του ονόματος του πραγματικού δημιουργού (εργαζομένου). Το Πρωτοδικείο Αθηνών με την αμετάκλητη πλέον απόφασή του αναγνώρισε τον πραγματικό δημιουργό ως εφευρέτη, με αποτέλεσμα την αναγραφή του ονόματός του στο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας της εν λόγω εφεύρεσης.
Μπορείτε να δείτε το σώμα της υπ' αριθμ. 4695/2017 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αναλυτικά κατεβάζοντας το σχετικό:
Comentarios